- ἐμφυτεύσαι
- ἐμφυτεύσαῑ , ἐμφυτεύωimplantaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμφυτεῦσαι — ἐμφυτεύω implant aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφυτεύω — (AM ἐμφυτεύω) 1. φυτεύω μέσα, σφηνώνω, εμβάλλω, μπήγω 2. παραχωρώ σε κάποιον αγροτικό κτήμα με ενοίκιο και με δικαίωμα εμφυτεύσεως αρχ. 1. ενοφθαλμίζω 2. μτφ. εμπνέω, εμφυσώ («τὸν φόβον σου ἐμφύτευσον εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν») 3. μτφ. επιβάλλω με τη … Dictionary of Greek